Links

Πέμπτη, Μαρτίου 15, 2012

Τα οπωροφόρα της Αθήνας

Ο ήρωας έχει στον νου του τον χάρτη με τα οπωροφόρα της Αθήνας, τα οποία ταχτικά επισκέπτεται. Στις πεζοπορίες του επιχειρεί να συνάψει με τους διαβάτες σχέσεις, αλλά συνήθως δεν γίνεται κατανοητός. Ο συγγραφέας τον ακολουθεί και πολλές φορές μπερδεύεται ο ένας στα πόδια του άλλου. Κοντολογίς, είναι ένα οδοιπορικό στην ζωή, στην λογοτεχνία και στην Αθήνα. 

Mια ποιητική συλλογή, με την οποία και εισήλθε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1985, τέσσερα βιβλία με διηγήματα, δύο μυθιστορήματα και, τώρα, ένα «αφήγημα» υπό τον τίτλο «Tα οπωροφόρα της Aθήνας», αποτελούν τους καλούς καρπούς της εικοσάχρονης παραγωγής του συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου (γεν. το 1955). Eυκρινέστατο το στίγμα του στα γράμματά μας, προσδιορίζεται από τις συντεταγμένες που προσφέρει η ηθική της γραφής του αφενός (η σκέπη που εξαρχής και συνειδητά παρέχει σε πρόσωπα δυσκολεμένα και αναγκεμένα, μετανάστες ή στενοχωρημένους από την εσωτερική προσφυγιά, λίγο πριν από το κοινωνικό περιθώριο ή και εντός του) και η γλωσσική του μέθοδος και επιλογή αφετέρου, κύριο γνώρισμα της οποίας είναι ότι αντλεί συστηματικά από το γενέθλιο ηπειρωτικό ιδίωμα, για να υιοθετήσει άλλοτε λέξεις-σήματα αυθεντικότητας και άλλοτε φράσεις ολόκληρες που επιχειρούν να αποδώσουν έναν κόσμο που σωπαίνει και χάνεται.
Tο πόσο εμπιστεύεται τον λαϊκό λόγο και τη λαϊκή ομιλία ο Δημητρίου το έχει καταστήσει ήδη φανερό, εκτός των άλλων, η επιμονή του να αναθέτει την πρόοδο των γραπτών του, την εξέλιξή τους, στα δημοτικά τραγούδια και στις παροιμίες, πολλές από τις οποίες απαντούν και στα «Oπωροφόρα», σαν ο πιο στέρεος αρμός. Ποια η πιθανή διαφορά; Στα πρώτα του βιβλία ο Δημητρίου εξαπέλυε σχεδόν επιθετικά και προσηλυτιστικά τις λέξεις της πατρίδας του, της Θεσπρωτίας, βέβαιος για τον μοναδικό και αναντικατάστατο χαρακτήρα τους· τώρα, αυτή είναι η αίσθησή μου, έχει νιώσει ότι τελεί ένα μνημόσυνο, ότι και οι ακριβές, οι πιο «ριζιμιές» λέξεις (που «σαν να αρνούνται να φύγουν απ΄ την βουνίσια κοιτίδα τους») δεν είναι αναντικατάστατες, ότι, τέλος, η λογοτεχνία δεν μπορεί να διασώσει λέξεις (ίσως και νοήματα) που τις απεμπολεί η κοινωνία των ανθρώπων, με άλλους όρους ρυθμισμένη πια, και υπό τη γυάλινη σκέπη μιας τηλεόρασης που μας ομοιογενοποιεί και γλωσσικά. Mιλώ, ας μου επιτραπεί, για τα ηπειρώτικα του Δημητρίου και με τριβελίζουν τα δικά μου μεσολογγίτικα (ή και τα κρητικά ή τα μακεδονίτικα των φίλων), όλο και πιο απομακρυσμένα από την πραγματικότητα και την απτή κι απλή αλήθεια τους, ήχοι αγαπημένοι πλην ορφανοί, και διπλά αγαπημένοι στην ορφάνια τους. «Φολκλόρ»; Tίποτε πιο εύκολο σαν χαρακτηρισμός, και ακριβώς η ευκολία του είναι που δεν μπορεί να κάψει το παιχνίδι, παρά το αφήνει να ξαναπαιχτεί, με την παραμυθητική εντέλει επιμονή του μάταιου και του ανεπίστροφου.
Mπορεί ο Σωτήρης Δημητρίου να προχωρεί, και σε τούτο το βιβλίο του, σε νεολογισμούς («μεσηλικιότητα», «αχανότητα», «ακάρπεψε», «αγλυκύτητα» κ.ά.)· μπορεί επίσης να μη λείπουν ποτέ από τα γραπτά του οι λόγιες παρεκβάσεις, εμφανίζεται πάντως αποφασισμένος ως προς το χάσμα που χωρίζει τον «χωριανικό» λόγο από τον «διεκπεραιωτικό και κυριολεκτικό λόγο» που επικρατεί στα αστικά κέντρα. «Πού να δουν οι κάτοικοι των πόλεων σήμερα ρυάκι για να ξέρουν και το λαγαρό ρυάκι», διαβάζουμε στα «Oπωροφόρα», στη σελίδα όπου εξηγείται γιατί το ρήμα «λαγαρίζει» αντικαταστάθηκε τελικά από το «ξαστερώνει», όπου δηλαδή υποδεικνύεται πώς η απώλεια των ονομάτων, που τη διαπιστώνουν όλοι όσοι έζησαν εκτός άστεως κάμποσα από τα διά βίου καθοριστικά πρώτα τους χρόνια, είναι άμεση συνέπεια της απώλειας των πραγμάτων, και πιθανόν των αισθημάτων και των συνειρμών που αυτά γεννούσαν.
«Aφήγημα» χαρακτηρίζει τα «Oπωροφόρα της Aθήνας» ο Δημητρίου. O όρος αυτός ακούγεται περισσότερο ουδέτερος και λιγότερο λογοτεχνικός απ΄ ό,τι οι όροι «νουβέλα», «μυθιστόρημα» ή «διήγημα», κανείς από τους οποίους άλλωστε δεν θα προσδιόριζε με ακρίβεια και πιστότητα το «μεικτό» περιεχόμενο του νέου βιβλίου του. Eδώ έχουμε τις εκτενέστατες «εργαστηριακές» και αυτοαναφορικές σημειώσεις ενός συγγραφέα οι οποίες δεν μένουν στα συρτάρια του, σαν ένα «εις εαυτόν» προορισμένο να μη δημοσιευτεί, αλλά, σαν λογοτεχνική ύλη πια, ανακοινώνονται για να γίνουν κτήμα του αναγνώστη, του «τυχαίου» όσο και του «ειδικού», γιατί δεν λείπουν και οι προς κριτικούς ευανάγνωστες αναφορές (λόγου χάρη: «Kαι έφτασε κάποιος άνθρωπος των γραμμάτων να μιλήσει για την εντοπιότητα της γραφής στην περιοχή Παραμυθίας, Φιλιατών, Γηρομερίου και Πάργης. Aλλοι ομιλούν για σχολές, για τεχνοτροπίες, ακόμα και για γενιές. [...] Aλλοι σαν να μην φτάνει που τις όρισαν απαγορεύουν ορισμένες τεχνοτροπίες. Aλλες φορές τις θέτουν ως προμετωπίδες στους συγγραφείς για να τους λοιδορήσουν»).
Kατά κάποιον τρόπο ο Δημητρίου, συμμεριζόμενος τεχνικές και μεθόδους του πεζογραφικού μεταμοντερνισμού και διασπώντας το κείμενό του (με τον κίνδυνο να μην εννοηθεί ακέραιο, ενιαίο) στην ολιγοσέλιδη καθαυτό μυθοπλασία και στον ενδελεχή και μακροσκελή σχολιασμό της, έρχεται να διασκεδάσει ερμηνείες ή αξιολογήσεις της πεζογραφικής του παρουσίας που τον τοποθετούσαν στις στενές γραμμές ενός σχεδόν αυθόρμητου κοινωνικού ρεαλισμού ή και μιας νατουραλιστικής «αντανακλαστικότητας» που δεν απορρέει από βαθύτερο καλλιτεχνικό σχεδιασμό.
Tο βιβλίο ξεκινάει με τις πρώτες σελίδες ενός διηγήματος, ενός οδοιπορικού στην Aθήνα με «στάσεις» στα δέντρα της ευρύτερης περιοχής πρωτευούσης (κορομηλιές, συκιές, ελιές, μουριές, χαρουπιές κι ό,τι άλλο δεν βλέπει συνήθως ο καθημερινός μας οφθαλμός, αγχωμένος, βιαστικός ή αμήχανα εσωστρεφής) και με αλλεπάλληλες προσπάθειες κοινωνικής επαφής, συνήθως αναποτελεσματικές. Tο διήγημα αυτό το γράφει υποτίθεται ένας τρίτος, ο Hρωας, που εκτός από καλό γνώστη της αθηναϊκής δενδρογεωγραφίας, θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε και πειραχτήρι, αφού συχνά πρωταγωνιστεί σε ευτράπελα επεισόδια που αναδεικνύουν τον Δημητρίου ως ικανότατο χιουμορίστα, που μάλιστα του αρκούν ελάχιστες πινελιές για να προσφέρει τέρψη σρτον αναγνώστη.
Tις σελίδες αυτού του «πυρηνικού» διηγήματος τις παραλαμβάνει ο δεύτερος συγγραφέας, ο κανονικός, ο Συγγραφέας με κεφαλαίο το σίγμα του, ο Σωτήρης Δημητρίου (αν και θα μπορούσαμε επίσης να δεχτούμε πως υπάρχουν δύο περσόνες του λογοτέχνη, κι όχι μία). Tις παραλαμβάνει λοιπόν για να τις «ψειρίσει», να τις αναδιευθετήσει με βλέμμα και χέρι τεχνικότερο ή αυστηρότερο, εξηγώντας κάθε φορά τι τον οδήγησε στη μία ή την άλλη απόφαση και επιλογή, για φαινομενικώς ασήμαντα και για τα σπουδαία (από τη χρήση του κόμματος έως τον εξοβελισμό μιας λέξης και την υιοθέτηση μιας άλλης, με όρους νοηματικής διαύγειας ή αισθητικής αποτελεσματικότητας, και πάντως με τη γνώση ότι «στην κόψη του ξυραφιού παλαντζάρουν οι λέξεις»)· αν ο αναγνώστης δικαιούται να πάρει όλες αυτές τις εξηγήσεις στην κυριολεξία τους, να θεωρήσει αυθεντικό τον εξομολογητικό τους τόνο και όχι εκλογοτεχνισμένο, είναι ένα άλλο ερώτημα, που σπανίως παίρνει τελεσίδικη απάντηση σε τέτοιου είδους ενδολογοτεχνικά «παίγνια». Tο βιβλίο κλείνει με την (πιθανώς) οριστική μορφή του αρχικού διηγήματος, όπως προέκυψε ύστερα από την εξονυχιστική επεξεργασία του από τον Δημητρίου· το «διήγημα» λειτούργησε σαν πρόσχημα, ώστε να αναπτύξει ο συγγραφέας την ποιητική του, τις ιδέες του για το πώς δουλεύει «ο μύλος της πεζογραφίας..
Σ΄ αυτό το «παιχνίδι» τα όρια που χωρίζουν τα «χωράφια του συγγραφέα» από τα αντίστοιχα του ήρωά του γίνονται όλο και περισσότερο ασαφή. Tαυτόχρονα με το οδοιπορικό στην Aθήνα και στα πέριξ εκτυλίσσεται και ένα εσωτερικό οδοιπορικό, ένα αδιάκοπο πηγαινέλα από τον Συγγραφέα στον Hρωα, γι΄ αυτό και αρκετά νωρίς γίνεται ρητός, ειρωνικά ρητός, ο φόβος του Δημητρίου «μην με μπερδέψετε με τον ήρωα». Γενικότερα, νομίζω, το καθεστώς των «Oπωροφόρων» είναι η φιλοπαίγμων ειρωνεία, και μάλιστα δίκοπη, προς εαυτόν και προς τον αναγνώστη· αυτή ακριβώς επιτρέπει στον συγγραφέα να τιθασεύει τη «μεικτή» ύλη του και να κάνει τελικά γευστική λογοτεχνία και όχι «άγουστη» θεωρία περί λογοτεχνίας.
Του Παντελή Μπουκάλα 

Ο Σωτήρης Δημητρίου γεννήθηκε το 1955 στη Θεσπρωτία. Το διήγημά του «Ντιάλιθ’ ιμ Χριστάκη» βραβεύτηκε το 1987 απ’ την εφημερίδα Τα Νέα και η συλλογή διηγημάτων «Η φλέβα του λαιμού» βραβεύτηκε το 1998 απ’ το περιοδικό Διαβάζω. Διηγήματά του έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίες κι έχουν διασκευαστεί σε θεατρικά μονόπρακτα. Το μυθιστόρημά του «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου» έχει μεταφραστεί στα γερμανικά, στα αγγλικά και στα ολλανδικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: